Docteur ès Lettres (Paris-Sorbonne)
Επίκ. .Καθηγητής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Αθηνών
Επ. Σύμβουλος / τ.
Αντιπρόεδρος του Π.Ι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα να εκφράσω τη χαρά μου για τη συμμετοχή μου στην
τιμητική αυτή εκδήλωση για το συμπατριώτη Καθηγητή Δημήτρη Ανδριόπουλο και να
ευχαριστήσω θερμά τους οργανωτές της που με επέλεξαν να είμαι ένας από τους
ομιλητές.
Oι
δύο μεγάλες αγάπες του Δημήτρη Ανδριόπουλου, αν εξαιρέσουμε βέβαια την
οικογένειά του, είναι η Αρκαδία και η Φιλοσοφία -- επομένως ο τίτλος του βιβλίου
«Αρκαδία και Φιλοσοφία», στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα, εκφράζει έναν πρόδηλο
συμβολισμό. Ο φίλος πανεπιστημιακός
καθηγητής ήθελε προφανώς να τιμήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Αρκαδία,
προβάλλοντας τις διαχρονικές επιδόσεις της στο συγκεκριμένο εκείνο πνευματικό
τομέα, τον οποίο ο ίδιος έχει τόσο πολύ αγαπήσει και τόσο επιτυχώς διακονήσει,
δηλαδή στη Φιλοσοφία. Και μάλιστα ένα τραγικό παιχνίδι της μοίρας οικονόμησε τα
πράγματα με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή η κατάθεση ψυχής του Δημήτρη Ανδριόπουλου με
θέμα τη σύνδεση Αρκαδίας και Φιλοσοφίας να αφιερωθεί στη μνήμη της λατρεμένης μονάκριβης
κόρης του Μαρίας, που έφυγε προ διετίας από τη ζωή, σημαδεύοντας διαβίου την
ψυχή των απαρηγόρητων γονέων της με μιαν ανεπούλωτη πληγή και έναν αβάσταχτο
πόνο. Είναι, λοιπόν, ευχής έργο το ότι η μακρά θητεία του τιμώμενου
πανεπιστημιακού στην Ελληνική Φιλοσοφία τού έδωσε τη δύναμη να σταθεί τελικά
στα πόδια του και να επιχειρήσει τη φυγή προς τα εμπρός με τη διαδικασία της
δημιουργίας και της προσφοράς. Καρπός αυτής ακριβώς της δημιουργίας και της
προσφοράς είναι η έκδοση του τελευταίου βιβλίου του με τίτλο «Αρκαδία και Φιλοσοφία».
Στη
δεύτερη έκδοσή του από τον οίκο Παπαδήμα, το 2015, το καινούργιο βιβλίο του
Δημήτρη Ανδριόπουλου αριθμεί 316 σελίδες και σε αδρές γραμμές θα μπορούσε να
χωριστεί σε δύο βασικά μέρη: στο κύριο μέρος, που αντιστοιχεί άμεσα στον τίτλο «Αρκαδία
και Φιλοσοφία» (σσ. 1-196), και σε τρία παραρτήματα. Το πρώτο από αυτά (σσ. 199-214) περιλαμβάνει κείμενα Ελλήνων
πανεπιστημιακών της ημεδαπής και του εξωτερικού σχετιζόμενα με παλαιότερη
εκδήλωση ενός άλλου αρκαδικού συλλόγου προς τιμήν του Καθηγητή Δημήτρη Ανδριόπουλου,
στα οποία επιτάσσεται ένα σύντομο σημείωμα του Ε.Π.Παπανούτσου, γραμμένο το
1968 και μεταφρασμένο στα αγγλικά. Το
δεύτερο παράρτημα (σσ. 225-262) είναι αφιερωμένο στη Μαρία Ανδριοπούλου και περιέχει ένα σύντομο
βιογραφικό της και διάφορα δικά της κείμενα, από τα οποία μπορεί κανείς εύκολα
να συναγάγει την εξαιρετική ποιότητα του στοχασμού της, καθώς και το πόσο πολλά
θα μπορούσε να προσφέρει στην επιστήμη και στον πολιτισμό, αν δεν κοβόταν
πρόωρα το νήμα της ζωής της. Τέλος, στο
τρίτο παράρτημα (σσ. 263-316) μπορεί να βρει κανείς κείμενα περιστρεφόμενα
στην προσωπικότητα και στο γενικότερο έργο του Δημήτρη Ανδριόπουλου, τα οποία
υπογράφονται από πολλούς επιφανείς εκπροσώπους όχι μόνο του ελληνικού αλλά και
του διεθνούς ακαδημαϊκού χώρου.
Ας
επικεντρωθούμε, όμως, στο πρώτο και κύριο μέρος του βιβλίου, που άλλωστε
συνιστά και την πρωτοτυπία του. Ο αναγνώστης διαπιστώνει εδώ πως η Αρκαδία δεν
είναι απλώς και μόνο το πατροπαράδοτο σύμβολο του ποιμενικού βίου, όπου η
παράσταση του ειδυλλιακού φυσικού τοπίου αδελφώνεται με την πανάρχαια νοσταλγία
ενός άφθαρτου και ελκυστικού αρχεγονισμού. Η Αρκαδία διαθέτει, επιπλέον, την
πνευματική εκείνη ρώμη, χάρη στην οποία θα αποτελέσει το λίκνο πολλών φιλοσόφων,
περισσότερο ή λιγότερο γνωστών και κάποτε εντελώς άγνωστων, των οποίων ο
Δημήτρης Ανδριόπουλος παρουσιάζει το έργο με διεισδυτικότητα, εμβρίθεια και
πληρότητα.
Ξεκινώντας,
λοιπόν, από την αρχαιότητα, θα σταθούμε σε τρία, κατά βάση, ονόματα: στη Διοτίμα, στον Κερκιδά ή Κερκίδα και στον Πολύβιο,
οι οποίοι αποτελούν στο βιβλίο «Αρκαδία και Φιλοσοφία» το αντικείμενο εκτενούς
πραγμάτευσης. Και με την ευκαιρία, θα αναφερθούμε απλώς στις φιλοσόφους Λασθένεια από τη Μαντινεία και Αξιοθέα από τη Φλειάσια, που ήταν και
οι δύο μαθήτριες του Πλάτωνα, καθώς και στους φιλοσόφους Εύδηλο και Δημοφάνη,
μαθητές του σκεπτικού Αρκεσιλάου στην Πλατωνική Ακαδημία και ακραίους αρνητές
της γνωστικής δυνατότητας, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στην εκδίωξη του τυράννου
Αριστοδήμου από τη Μεγάλη Πόλη και υπήρξαν διδάσκαλοι του Φιλοποίμενος.
Επιπλέον, θα μνημονεύσουμε τους φιλοσόφους Χάρμο
και Χαίροντα, το μαθητή του
Θεοφράστου Αινησία, τον Ακεστόδωρο, συγγραφέα ενός έργου με τίτλο
«Περί πόλεων», και, τέλος, τον περιπατητικό Πρύτανη, που εκσυγχρόνισε τη νομοθεσία της Μεγάλης Πόλεως και
αναθεώρησε τον Ομοσπονδιακό Νόμο της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Ερχόμαστε
τώρα στη Διοτίμα, το πρώτο από τα
τρία αρχαιοελληνικά ονόματα που έχουν στο βιβλίο την τιμητική τους. Τη στιγμή
που ετοιμάζεται για την ιδεαλιστική απογείωσή του, ο Σωκράτης του πλατωνικού Συμποσίου, για να μη φανεί δογματικός
εκφραστής απόλυτων αληθειών αλλά και για να προσδώσει κύρος στις βαρυσήμαντες
θέσεις του, φοράει το προσωπείο της ιέρειας από τη Μαντινεία και ακολουθώντας
--υποτίθεται-- τη μεγαλόπνευστη διδασκαλία της, διατρέχει, μεταξύ άλλων, τους
οντολογικούς αναβαθμούς από τα ωραία σώματα στις ωραίες πράξεις, από τις ωραίες
πράξεις στα ωραία μαθήματα και από εκεί στο Ωραίο καθαυτό, δηλαδή στην ιδέα του
«Καλού», που είναι ισότιμο με το Αληθές και αποτελεί το εφαλτήριο για την
εκτίναξη ως την ίδια την ιδέα του Αγαθού, υπέρτατη ηθική, επιστημολογική και
οντολογική αρχή. -- Είναι, όμως, η Διοτίμα στ' αλήθεια επινόηση του ευφάνταστου
ποιητή Πλάτωνα, όπως γενικά πιστεύεται, ή μήπως θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόσωπο
ιστορικό; Ο Ανδριόπουλος δεν απορρίπτει την επικρατούσα παραδοχή, ωστόσο αφήνει
να πλανάται επί του προκειμένου μια υπόνοια αμφιβολίας, για την περίπτωση κατά
την οποία η έρευνα θα ενίσχυε μελλοντικά
την εκδοχή της ιστορικότητας, κάτι που ο ίδιος βέβαια δεν αποκλείει..
Η
περίπτωση του Μεγαλοπολίτη Κερκιδά
είναι επίσης ενδεικτική της ερευνητικής τάσης του Ανδριόπουλου, η οποία
συστοιχεί με την απροθυμία του να υιοθετεί αβασάνιστα έτοιμες και ευρέως
αποδεκτές θέσεις. Ο Κερκιδάς, που ήταν στρατηγός στη μάχη της Σελασίας,
νομοθέτης, εχθρός της τυραννίας και πρωταγωνιστής στην αποκατάσταση της
ελευθερίας στη Μεγαλόπολη, θεωρείται γενικά κυνικός φιλόσοφος. Η άποψη αυτή
ενισχύεται από την προσήλωσή του στις αρετές της λιτότητας και της απάθειας,
καθώς και από την εκ μέρους του απόρριψη των διακρίσεων και της ευνοιοκρατίας.
Ωστόσο, αυτή η κοινότητα θέσεων και αντιλήψεων με βασικές παραδοχές του
Κυνισμού κρίνεται από τον Ανδριόπουλο ανεπαρκής για να υπαγάγει τον Κερκιδά
στους Κυνικούς. Ο συγγραφέας του βιβλίου «Αρκαδία και Φιλοσοφία» επισημαίνει
ότι ο Μεγαλοπολίτης φιλόσοφος δεν υιοθετεί τον ασκητικό βίο, δεν απορρίπτει
τους νόμους, δεν είναι ατομικιστής ούτε εχθρός του πατριωτισμού και μολονότι
αποστρέφεται την πολυτέλεια και υποστηρίζει τη δικαιοσύνη στην κατοχή της γης,
δεν εισηγείται την κατάργηση της ιδιοκτησίας. Από την εμπεριστατωμένη, λοιπόν,
ανάλυση προκύπτει ότι ο Κερκιδάς είναι τελικά πλησιέστερος στην πρακτική
φιλοσοφία και στο πολιτικό ήθος του Σωκράτη παρά στα ιδεώδη του Κυνισμού.
Εκτενέστατη
είναι η αναφορά στον Πολύβιο, του
οποίου ο Ανδριόπουλος εκθέτει δια μακρών τη φιλοσοφία της ιστορίας και τις
πολιτικές θέσεις. Όπως είναι γνωστό, η κυρίαρχη αρχαιοελληνική αντίληψη θέλει
την ιστορική κίνηση κυκλική και αυτήν ακριβώς την αντίληψη υποτυπώνει ο
Πολύβιος με την κλασική διατύπωσή του για την «ανακύκλωση» ή «ανακύκληση», δηλαδή
την περιοδική εναλλαγή των πολιτευμάτων; «αύτη
πολιτειών ανακύκλωσης αύτη φύσεως οικονομία, καθ' ην μεταβάλλει και μεθίσταται
και πάλιν εις αυτά καταντά τα κατά τας πολιτείας», γράφει (Ιστορίαι,
6,9,10-11). Κατά τον Πολύβιο, η εναλλακτική διαδοχή των πολιτευμάτων επαναλαμβάνεται
εσαεί, αποτελώντας μέρος της κοσμικής νομοτέλειας. Αυτή την ιδέα ο Ανδριόπουλος
την επεξεργάζεται διεξοδικά, αναζητώντας τις πλατωνικές και τις αριστοτελικές
πρωταρχές της και ιχνηλατώντας στο έργο του ιστορικού τα αίτια της έκπτωσης του
κάθε πολιτεύματος στο εκάστοτε χειρότερο, Τέτοια αίτια είναι η ανικανότητα, η πλεονεξία,
η φιλαργυρία, η φαυλότητα, η διαφθορά, η εξαγορά συνειδήσεων, η αναξιοκρατία…
Ιδιαίτερη φιλοσοφική σημασία παρουσιάζει η έννοια της τύχης, την οποία υιοθετεί
ο Πολύβιος και της οποίας ο Ανδριόπουλος εντοπίζει το θεωρητικό αντίστοιχο στην
επικούρεια φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον Επίκουρο, το αυθόρμητο, η «παρέγκλισις» --
κάτι σαν ένα προδρομικό στοιχείο της «τύχης»-- πρέπει να αποδοθεί σε μια εγγενή
αυτοπροσδιοριστική τάση των ατόμων. Ο Ανδριόπουλος σπεύδει βέβαια να επισημάνει
ότι στο έργο του ιστορικού δεν εντοπίζονται φιλοσοφικές παρεκβάσεις και
αναφορές, ωστόσο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να είχε ο Πολύβιος γνωρίσει την
επικούρεια φιλοσοφία και να είχε δεχτεί επί του προκειμένου την επίδρασή της.
Κλείνοντας την πραγματεία του, ο Ανδριόπουλος θίγει με ευαισθησία, περίσκεψη,
αλλά και κριτική διάθεση ένα εξαιρετικά λεπτό θέμα: ο θαυμαστής των Ρωμαίων
Πολύβιος ήταν άραγε ένας αρνησίπατρις κόλακας των κατακτητών; Ήταν απλώς ένας
συμβιβασμένος; Ή μήπως υπηρετούσε τελικά μια βαθύτερη εθνική σκοπιμότητα; Ο
Ανδριόπουλος τηρεί σαφείς αποστάσεις από
τον πειρασμό του αναχρονισμού και από τις εύκολες πατριωτικές κορώνες. Αφού,
λοιπόν τονίσει ότι σε κάθε περίπτωση το επιστημονικό κύρος των Ιστοριών
δε μειώνεται, γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκύψει μόνο με τη χρήση
γνωσιοθεωρητικών κριτηρίων και με το συνυπολογισμό αρχών διατυπωμένων από τον
ίδιο τον Πολύβιο, μιλά για ένα φοβερό δίλημμα, ενώπιον του οποίου πρέπει να έθεσαν
τον τελευταίο οι κοσμοϊστορικές εξελίξεις της εποχής του: να συμβιβαστεί με το
ρωμαϊκό οικουμενισμό και να τον υπηρετήσει με σκοπό να περισώσει, όπως τελικά
έγινε, ό,τι μπορούσε να περισωθεί από την πατρίδα του καταβάλλοντας, όμως,
ταυτόχρονα, το βαρύτατο τίμημα τον αναπόφευκτου προσωπικού ονειδισμού ή να
υιοθετήσει αγέρωχα μια στάση αδιάλλακτη, που, όμως, θα οδηγούσε αναπόδραστα
στον αφανισμό του ελληνισμού; Ο Ανδριόπουλος πιθανολογεί πως η τελική επιλογή
του Πολυβίου ήταν το επακόλουθο ενός εσωτερικού διχασμού με έντονο το τραγικό στοιχείο.
Η
Βυζαντινή περίοδος αντιπροσωπεύεται στο βιβλίο από τη σύντομη αναφορά στη Μονή
Φιλοσόφου, στη χαράδρα του Λουσίου ποταμού, κοντά στη Δημητσάνα. Επρόκειτο για
Ανώτερη Σχολή, στα προγράμματα της οποίας περιλαμβάνονταν κατά πάσα πιθανότητα
μαθήματα φιλοσοφίας.
Ακολουθεί
η περισσότερο ή λιγότερο εκτενής παρουσίαση του έργου των παρακάτω αρκαδικής
καταγωγής σύγχρονων φιλοσόφων ή φιλοσοφούντων:
Του Γ. Σαραντάρη, από το Λεωνίδιο, που με
τρία φιλοσοφικά έργα του, εκπροσωπεί τον ένθεο υπαρξισμό και εμπνέεται από τη
ρωσική λογοτεχνική παράδοση, πρωτίστως από τον Ντοστογιέφσκι.
Του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, από το
Λεβίδι, μιας από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες του 20. αιώνα, ο
οποίος, στο πλαίσιο των μακροχρόνιων και πολυδιάστατων σπουδών του στο
εξωτερικό, παρακολούθησε, εκτός πολλών άλλων, μαθήματα Ηθικής, Αισθητικής,
Γνωσιολογίας, Λογικής και Ιστορίας της Νεότερης Φιλοσοφίας, θεωρούσε τη Φιλοσοφία
σπουδαιότερη από τη Νομική Επιστήμη και θεμελίωσε τις πρωτοποριακές
δημοκρατικές και σοσιαλιστικές ιδέες του σε μια στέρεη φιλοσοφική υποδομή.
Του Ιωάννη Αντωνόπουλου (John Anton), που καταγόταν από το
Ζυγοβίστι, διαπρεπούς Ελληνοαμερικανού Πανεπιστημιακού Καθηγητή με λαμπρή ακαδημαϊκή
σταδιοδρομία στις ΗΠΑ.
Του
Ακαδημαϊκού Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου,
τον οποίο, αξιοποιώντας παλαιότερη δήλωση του ίδιου του τιμωμένου σχετικά με
την απώτερη καταγωγή του, ο Ανδριόπουλος συναριθμεί με τους Αρκάδες Φιλοσόφους,
επιβεβαιώνοντας έτσι την έγνοια του να επαυξήσει το πνευματικό κεφάλαιο της
ιδιαίτερης πατρίδας του Αρκαδίας.
Του Θεόδωρου Σκαλτσά, από τη Μεγαλόπολη,
καθηγητή και προέδρου του Τμήματος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας του
Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.
Του
Πανεπιστημιακού Καθηγητή Φιλοσοφίας, θεολόγου και επιφανούς διανοουμένου Χρήστου Γιανναρά, καταγόμενου από την
Πιάνα Τριπόλεως.
Της Γεωργίας Αποστολοπούλου, από το Λεβίδι,
Καθηγήτριας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Του Νικολάου Χρόνη, από το Ίσαρι
Μεγαλοπόλεως, ομότ. Καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και
Του Κυριάκου Κατσιμάνη, από το Παράλιο
Άστρος, Επίκουρου Καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, επίτ. Συμβούλου
και τ. Αντιπροέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Τέλος,
υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο σύντομες αναφορές σε επιπλέον 22 ονόματα,
μεταξύ τον οποίων στο Γεώργιο
Αναγνωστόπουλο, που κατάγεται από τη Βυτίνα και διδάσκει Φιλοσοφία στο
Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Γιάννη
Δελή, που κατάγεται από τα Λαγκάδια και είναι ομότιμος Καθηγητής του
Πανεπιστημίου Πατρών, στο Μιχάλη
Δημητρακόπουλο από το Αμπελάκι Μαντινείας, ομότιμο Καθηγητή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, με σημαντικές μελέτες ιδιαίτερα στην καντιανή φιλοσοφία
και συνεχιστή του μεταφραστικού έργου του αείμνηστου Αναστασίου Γιανναρά με
αντικείμενο την «Κριτική του Καθαρού λόγου» του Καντ, στη Βάσω Κιντή, από τα Τρόπαια Γορτυνίας, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών
και διευθύντρια του φιλοσοφικού περιοδικού Cogito, στην Αναστασία Μαρινοπούλου, καταγόμενη από τη Τρίπολη, διδάκτορα του
Πανεπιστημίου του Σάσεξ (Αγγλία), η οποία έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια της
Φρανκφούρτης και της Πελοποννήσου, καθώς και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, έχει
εκδώσει ένα αξιόλογο βιβλίο για τη Φιλοσοφία του Χάμπερμας και είναι συνεργάτης
του φιλοσοφικού περιοδικού Philosophical Inquiry, στο Γιάννη
Ποττάκη, καταγόμενο από το Βαλτέτσι Μαντινείας, πρώην Υπουργό, διδάκτορα
του Πανεπιστημίου Αθηνών, με έρευνες στην πλατωνική φιλοσοφία και σε θέματα
ψυχανάλυσης, στον Παναγιώτη
Πολυχρονόπουλο, καταγόμενο από το Λεοντάριο Μεγαλοπόλεως, Καθηγητή της
Φιλοσοφίας της Παιδείας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στο Φίλιππο Νικολόπουλο, που κατάγεται από την Καρύταινα και είναι Καθηγητής
Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στη Χαρά Λαγοπάτη, καταγόμενη από την Τρίπολη, που έχει κάνει φιλολογικές
και μουσικές σπουδές και έχει στο ενεργητικό της δημοσιεύσεις σε θέματα Αισθητικής
και Φιλοσοφίας της Τέχνης, καθώς και σημαντικές μελέτες στη φιλοσοφία του
Αντόρνο, και στην Κωνσταντίνα Νασιάκου,
που κατάγεται από το Βουνό Τεγέας και έχει δημοσιεύσει αξιόλογη εργασία για τη
Φιλοσοφία της Παιδείας κατά Πλάτωνα και Αριστοτέλη.
Το
βιβλίο δεν είναι απαλλαγμένο από κάποιες γλωσσικές παραδρομές και άλλες επιμέρους
ατέλειες οφειλόμενες στη γοργότητα με την οποία διεκπεραιώθηκε το εκδοτικό
εγχείρημα. Όμως, αυτά είναι λεπτομέρειες που η τυχόν διόγκωσή τους θα πρόδιδε
ανεπίτρεπτη μικροψυχία εκ μέρους του κρίνοντος. Άλλωστε, η επιμέλεια του
συγγραφέα και η ενθουσιώδης υποδοχή του βιβλίου από τους Αρκάδες προοιωνίζονται
μια τρίτη και ακόμη καλύτερη έκδοση. Ως τότε, το παρουσιαζόμενο σήμερα βιβλίο, που
είναι καρπός επίμοχθης προσπάθειας και βαθιάς αγάπης για τη Φιλοσοφία και την
Αρκαδία, θα παραμένει ένα έργο μεγάλης πνοής και αναμφισβήτητης ποιότητας που
καλύπτει σημαντικό κενό στη φιλοσοφική βιβλιογραφία και αποτελεί απόκτημα για
κάθε βιβλιοθήκη.
Θα
ήθελα να συμπληρώσω την ομιλία μου με ορισμένες αναφορές στις ακαδημαϊκές δραστηριότητες
και το συγγραφικό έργο του τιμώμενου σήμερα συμπατριώτη μας φιλοσόφου. Τελειώνοντας
τις βασικές μετα-δευτεροβάθμιες σπουδές του, ο Δημήτρης Ανδριόπουλος ήρθε
πρώτος σε διαγωνισμό του ΙΚΥ, κάτι που του έδωσε τη δυνατότητα να
παρακολουθήσει ως κρατικός υπότροφος μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο και το
Εδιμβούργο. Θα μπορούσε κάλλιστα να ακολουθήσει την πεπατημένη πολλών
συναδέλφων του και να επιλέξει ως βασικό τομέα έρευνας και συγγραφής τα
ψυχοπαιδαγωγικά, ειδικότητα που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει στην Ελλάδα, μια
σεβαστή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Όμως, αυτός προτίμησε να κολυμπήσει στα βαθιά
νερά της Φιλοσοφίας και οφείλω να τονίσω ότι τα κατάφερε περίφημα. Πέτυχε καταρχάς
μια δεύτερη υποτροφία, που του επέτρεψε να πραγματοποιήσει φιλολογικές και
φιλοσοφικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, όπου και απέκτησε το
διδακτορικό δίπλωμά του, και από το χρονικό αυτό σημείο και μετά ξεκίνησε τη
λαμπρή πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία. Επίκουρος και Αναπληρωτής Καθηγητής του
Πανεπιστημίου του Μιζούρι των ΗΠΑ, Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης
κατά τη διετία 1983-1985 και τακτικός Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης από το 1985 ως το 1996.
Επιπλέον, έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Αντελφάι της Νέας Υόρκης καθώς και
στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου και έχει δώσει πολλές διαλέξεις στην Ελλάδα και στο
εξωτερικό, ενώ έχει διατελέσει επί διετία (2000-2002) πρόεδρος της Ελληνικής
Φιλοσοφικής Εταιρείας. Χάρη στη σύνολη διαδρομή του, ο Ανδριόπουλος απολαμβάνει
την αποδοχή και την αναγνώριση ενός
ευρύτατου ελληνικού και διεθνούς ακαδημαϊκού κύκλου.
Σημειωτέον
ότι μετά την πανεπιστημιακή θητεία του στο Μιζούρι και πριν από την επιστροφή
του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης με την ιδιότητα του καθηγητή αυτή τη φορά
--και συγκεκριμένα από το 1975 ως το
1983-- ο Δημήτρης Ανδριόπουλος υπηρέτησε «λίαν ευδοκίμως» στο Κέντρο
Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμορφώσεως (στο «ΚΕΜΕ») του πάλαι ποτέ ΥΠΕΠΘ --
έναν προδρομικό θεσμό του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ο οποίος επωμίσθηκε και
έφερε επιτυχώς σε πέρας την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που επιχειρήθηκε από τη
μεταπολίτευση του 1974. Αν μου επιτρέπεται, λοιπόν, η προσωπική αναφορά, εκεί τον
συνάντησα για πρώτη φορά ως συνεργάτη και συνάδελφο και από τότε ξεκίνησε η
γνωριμία μας, που εξελίχθηκε αργότερα σε ειλικρινή φιλία. Θα ήθελα μάλιστα να
προσθέσω με την ευκαιρία ότι ο Δημήτρης Ανδριόπουλος με είχε με δική του
πρωτοβουλία παρακινήσει και ενθαρρύνει να επιδιώξω θέση πανεπιστημιακού
διδασκάλου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κάτι για το οποίο αισθάνομαι υποχρεωμένος
να του εκφράσω και δημόσια τις ευχαριστίες μου.
Έρχομαι
τώρα στο εξαιρετικά πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο του Δημήτρη Ανδριόπουλου
και, λόγω του περιορισμένου χρόνου, θα σταθώ επιλεκτικά σε τρία, μόνο, αλλά
καίρια σημείο του. Ξεκινώ, λοιπόν, από τις εργασίες του τιμώμενου συμπατριώτη
μας που επικεντρώνονται στην αρχαιοελληνική θεωρία της γνώσης. Θεματικός
πυρήνας και νοηματικός άξονας των εργασιών αυτών υπήρξε η μονογραφία του «Sense and Perception in Greek Philosophy»,
που με άλλες παρεμφερούς περιεχομένου μελέτες θα συναποτελέσει και θα
συγκροτήσει το σημαντικό έργο «Αρχαία Ελληνική Γνωσιοθεωρία». Εδώ ο
συγγραφέας θεματοποιεί τη σχέση αντίληψης και γνώσης, ένα εγχείρημα που
καλύπτει ιστορικά τις κορυφαίες «σχολές» της Ελληνικής Φιλοσοφίας από τους
Προσωκρατικούς ως τον Πλωτίνο, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Πλατωνα, τον
Αριστοτέλη, τον Επίκουρο, τους Στωικούς και τους Σκεπτικούς. Στις επιστημονικά
στέρεες και τεκμηριωμένες αναλύσεις του ο Ανδριόπουλος ανατέμνει επιδέξια το πανάρχαιο
φιλοσοφικό πρόβλημα της αντιπαράθεσης εμπειρισμού και ορθολογισμού, σύμφωνα με
την καθιερωμένη ορολογία, και επιχειρεί εύστοχα την κριτική σύνθεσή τους, εξαίροντας
τη συμβολή του λόγου στην κατάκτηση της γνώσης αλλά και αναδεικνύοντας,
ταυτόχρονα, την καίρια σημασία της κατ' αίσθηση εμπειρίας στη γνωστική διαδικασία.
Ιδιαίτερα
σημαντική είναι η συμβολή του Δημήτρη Ανδριόπουλου στο φιλοσοφικό κλάδο της Αισθητικής, για την οποία το ερευνητικό ενδιαφέρον του πιθανώς επωαζόταν
από την εποχή των λογοτεχνικών του πρωτολείων, τα οποία ο ίδιος,
χαριτολογώντας, αποκαλεί «νεανικά αμαρτήματα». Και, κυρίως, από την περίοδο της
επί μια πενταετία έκδοσης στη Μεγαλόπολη, αρχικά, και στην Αθήνα, στη συνέχεια,
του αξιόλογου περιοδικού του με τον τίτλο «Πορεία», το οποίο είχε επισύρει την
προσοχή, είχε αποσπάσει τα ευμενή σχόλια και είχε φιλοξενήσει τις συνεργασίες σημαντικών
λογοτεχνών και, γενικότερα, πνευματικών ανθρώπων της εποχής. Στους δύο τόμους,
λοιπόν, του βιβλίου του «Ιστορία της
Νεοελληνικής Αισθητικής», εκδόσεις Πιτσιλός, Αθήνα, 2000, ο Ανδριόπουλος
δίνει μια πλήρη καταγραφή των ιδεών και του έργου με θέμα την Αισθητική όχι
μόνο εκπροσώπων του πανεπιστημιακού χώρου αλλά και λογοτεχνών, διανοουμένων,
κριτικών της τέχνης και δοκιμιογράφων. Πρόκειται για μια ιστορική θεώρηση και παράλληλα
για μια συστηματική προσέγγιση και μάλιστα με δύο διαφορετικά κριτήρια
κατηγοριοποίησης: α) την ευρύτερη θεωρητική αφετηρία θέσεων και ιδεών και β) το
θεματικό περιεχόμενο τους. Έτσι, μετά την αναδρομή στους προδρόμους, όπως ο
Βάμβας, ο Βράιλας-Αρμένης και ο Βιζυηνός,
ακολουθούν τα κεφάλαια για τους εκπροσώπους της ιδεαλιστικής, της
κριτικής, της βίο-ψυχολογικής και κοινωνιολογικής, της μαρξιστικής, της
αναλυτικής, καθώς και της ψυχαναλυτικής και υπερρεαλιστικής προσέγγισης της
τέχνης, τα οποία συμπληρώνονται από τρία κεφάλαια σχετικά με το πρόβλημα της
μεθόδου, των αισθητικών κατηγοριών και της δημιουργικής διαδικασίας. Ιδιαίτερο
κατά τη γνώμη μου ενδιαφέρον παρουσιάζει το τελικό κεφάλαιο του Α’ τόμου «Συμπεράσματα και γενικές αποτιμήσεις»,
όπου ο συγγραφέας αξιολογεί τις απόψεις των διαφόρων θεωρητικών της αισθητικής
επιμένοντας ιδιαίτερα, λόγω της εμβέλειας των θέσεων τους, σε ορισμένα ονόματα
όπως ο Μιχελής, ο Μουρέλος και ο Παπανούτσος. Η στάση που υιοθετεί απέναντι σε
όλους είναι κριτική και χαρακτηρίζεται από νηφαλιότητα και αμεροληψία. Εφαρμόζοντας
υπόρρητα την πρωταγόρεια πεποίθηση ότι υπάρχουν για κάθε περίπτωση δύο θέσεις
που αντιτίθενται η μία στην άλλη («δύο λόγους εἶναι περὶ παντὸς πράγματος ἀντικειμένους ἀλλήλοις»,
Διογ. Λαέρτ., IX,
8, 51), ο Ανδριόπουλος αναπτύσσει τις θετικές αποτιμήσεις του για κάποιες αισθητικές
θεωρίες επισημαίνοντας, όμως, ταυτόχρονα, τα όποια προβληματικά σημεία τους
και, αντιστρόφως, αναζητεί πίσω από τις αδύνατες πλευρές ορισμένων θεωριών τις
υπολανθάνουσες γόνιμες διαστάσεις τους. Απώτερη επιδίωξή του είναι να συνθέσει
κριτικά σε κάθε περίπτωση τα υπέρ και τα κατά
με σκοπό να αναδείξει την τελική συμβολή
του κάθε συγγραφέα στην προώθηση ή και την επίλυση του ευρύτερου
αισθητικού προβλήματος.
Τέλος,
πολύ σημαντική προσφορά στη Φιλοσοφία και την πατρίδα κρίνεται η έκδοση της «Philosophical Inquiry», για την οποία θα παραθέσω με την
άδειά σας ορισμένα αποσπάσματα προερχόμενα από παλαιότερη ανακοίνωσή μου, που είχε
γίνει το 2000 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο
πλαίσιο ημερίδας της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας με θέμα τα ελληνικά
φιλοσοφικά περιοδικά: «Η τριμηνιαία φιλοσοφική επιθεώρηση ‘Philosophical Inquiry’ ιδρύθηκε το 1978
(...) και είναι έκδοση αποκλειστικά και μόνο ξενόγλωσση. Δέχεται και δημοσιεύει
άρθρα γραμμένα στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική κατά κανόνα από ξένους
συνεργάτες, αλλά δεν αποκλείει ξενόγλωσσα άρθρα Ελλήνων επιστημόνων του ελλαδικού
χώρου. (...), Λόγω της ποιότητας του περιεχομένου τους, πολλά από τα άρθρα της ‘Philosophical Inquiry’ έχουν αξιοποιηθεί από
τη διεθνή βιβλιογραφία (…). Ψυχή του περιοδικού είναι ο ιδρυτής, ιδιοκτήτης και
διευθυντής του Δημήτριος Ανδριόπουλος, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μέλος της ‘Society
of Editors of Philosophical Journals’, που εδρεύει στο Πανεπιστήμιο
Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Ο κ. Ανδριόπουλος, εκτός από τη σημαντική φιλοσοφική
προσφορά του στον τομέα της συγγραφής και της διδασκαλίας, συναριθμείται με
εκείνους που συνέβαλαν ουσιαστικά στο να βγει η φιλοσοφική κίνηση του τόπου μας
από τους στενούς ορίζοντες του ελλαδικού χώρου και να ανοιχτεί στις επιδράσεις που προέρχονται από το
διεθνές ‘forum’ των ιδεών».
Ακροτελεύτια επισήμανση: ο Δημήτρης
Ανδριόπουλος υπήρξε προσηνής προς τους φοιτητές του, ενώ συνεργάστηκε
απρόσκοπτα με τους συναδέλφους του. Χαρακτηριζόταν πάντοτε από ευγένεια, ειλικρίνεια,
ευθύτητα, παρρησία, εντιμότητα, αφοσίωση στην επιστημονική έρευνα και προσήλωση
στην αρχή της αξιοκρατίας. Απέρριπτε, ταυτόχρονα, μετά βδελυγμίας τη μικροπρέπεια,
τη συναλλαγή, την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων και την εισβολή του κομματισμού στις
ακαδημαϊκές διαδικασίες και αποτιμήσεις. Με το ήθος κα την όλη παρουσία του ενσάρκωσε
την αρκαδική λεβεντιά, η οποία επιβραβεύεται σήμερα στο πρόσωπό του. Συγχαίρω, λοιπόν,
θερμά τους πρωταγωνιστές της ωραίας αυτής πρωτοβουλίας και θα ήθελα να τους
διαβεβαιώσω ότι η απόφασή τους να τιμήσουν το Δημήτρη Ανδριόπουλο λειτουργεί αναδραστικά
περιποιώντας ταυτόχρονα τιμή και στους ίδιους τους οργανωτές της τιμητικής
αυτής εκδήλωσης.
Σας ευχαριστώ πολύ για την υπομονή σας
Εξαιρετική Παρουσίαση και Θαυμάσιο το βιβλίο
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε Πολύ. Φύγαμε Πλουσιότεροι.
Καλοτάξιδο το βιβλίο και Καλή συνέχεια